- νεοτματος
- νεότματοςνεότμᾱτος2дор. = νεότμητος См. νεοτμητος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεότμητος — η, ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, ον) αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινό τμητος, ημί τμητος] … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek